καταφάσκει

καταφάσκει
κατά-φάσκω
say
pres ind mp 2nd sg
κατά-φάσκω
say
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταφατικός — ή, ό (Α καταφατικός και καταφαντικός, ή, όν) [καταφάσκω] αυτός που δηλώνει κατάφαση, βεβαιωτικός, επιβεβαιωτικός, συναινετικός, επιδοκιμαστικός νεοελλ. φρ. α) «καταφατική κρίση» (λογ.) η κρίση στην οποία το κατηγορούμενο καταφάσκει στο υποκείμενο …   Dictionary of Greek

  • Σοφοκλής — I Αρχαίος Έλληνας τραγικός (Αθήνα 496 406 π.Χ.). Γιος ενός οπλοποιού, το 480 ήταν επικεφαλής του νικητήριου χορού των εφήβων κατά τον εορτασμό της νίκης της Σαλαμίνας. Το 468 σημείωσε την πρώτη νίκη στους δραματικούς αγώνες νικώντας τον Αισχύλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”